αὐχήν

αὐχήν
αὐχήν
1 neck βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. βοέοις) P. 4.235

δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.44

(ἄκων)

ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73

]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ (Π̆{S}: ἀρχὴν Π.) Δ. 3. 1. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐχήν — neck masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχήν — ο βλ. αυχένας …   Dictionary of Greek

  • αὐχένα — αὐχήν neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένας — αὐχήν neck masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένες — αὐχήν neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένι — αὐχήν neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένος — αὐχήν neck masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένων — αὐχήν neck masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχέσι — αὐχήν neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχέσιν — αὐχήν neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”